άκωλος — (I) η ο [κώλος] 1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν έχει κανονικούς, δηλαδή επαρκώς ανεπτυγμένους γλουτούς 2. (για δοχεία) αυτός που δεν έχει πυθμένα, πάτο. (II) ἄκωλος, ον (Α) [κῶλον] αυτός που δεν έχει κώλα, δηλαδή μέλη, ο ακρωτηριασμένος. (III)… … Dictionary of Greek
ανάπηρος — η, ο (Α ἀνάπηρος, ον) 1. αυτός που δεν είναι αρτιμελής, ακρωτηριασμένος, σακάτης 2. ο ελλιπής, ο ανίκανος για κάτι νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει πνευματική ή ψυχική τελειότητα, αρτιότητα 2. ο ανίκανος για εργασία λόγω αναπηρίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανά … Dictionary of Greek
ανακρωτηρίαστος — η, ο (Μ ἀνακρωτηρίαστος, ον) [ἀκρωτηριάζω] ο μη ακρωτηριασμένος, ο ακέραιος … Dictionary of Greek
κλαμβός — κλαμβός, ή, όν (Μ) ακρωτηριασμένος, κολοβωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με το κλάω / ῶ, εμφανίζοντας κατάλ. (μ)βός κατά τα σκαμβός, κολοβός. Θα μπορούσε όμως να θεωρηθεί και μεταγενέστερη φωνητική παραλλαγή τού κράμβος] … Dictionary of Greek
κολοβός — (Colobus). Γένος πιθήκων της υποοικογένειας των κολοβινών. Το μήκος του σώματός τους κυμαίνεται από 43 έως 70 εκ. και της ουράς τους από 55 έως 90 εκ. Έχουν λεπτό τρίχωμα σαν μετάξι με χρώμα που ποικίλλει. Η μύτη τους προεξέχει και το διάφραγμά… … Dictionary of Greek
κολούω — (AM) περικόπτω, βραχύνω, κονταίνω (α. «στάχυν σπάθῃ κολούων φασγάνου», Ευρ. β. «κεκολουσμένος οὐρᾶς», Ευστ.) αρχ. 1. σταματώ κάτι ή εμποδίζω να γίνει κάτι («ἕo δ αὐτοῡ πάντα κολούει», Ομ. Οδ.) 2. ταπεινώνω, μειώνω («φιλέει γὰρ ὁ θεός τά… … Dictionary of Greek
κόθουρος — κόθουρος, ον (Α) 1. αυτός που έχει κομμένη ουρά, κολοβός 2. (για τους κηφήνες) αυτός που δεν έχει κεντρί. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη < κοθώ + ουρος (< οὐρά) κατά το κόλ ουρος. Το α συνθετικό κοθώ είναι γλώσσα τού Ησυχίου,… … Dictionary of Greek
λιπομελής — λιπομελής, ές (Α) αυτός που τού λείπει κάποιο μέλος τού σώματος, ακρωτηριασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + μελής (< μέλος), πρβλ. αρτι μελής] … Dictionary of Greek
μούτιλλα — η ζωολ. γένος υμενόπτερων εντόμων τής οικογένειας τών μουτιλλιδών. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. mutilla < νεολατ. mutilla < λατ. mutilus «ακρωτηριασμένος»] … Dictionary of Greek
μύρκος — μύρκος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) (στους Συρακοσίους) «ὁ καθόλου μὴ δυνάμενος λαλεῑν, ἐνεός, ἄφωνος». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι δάνειο από τη Λατινική, πρβλ. λατ. murcus «ακρωτηριασμένος, χαλαρός», από όπου στη συνέχεια εντάχθηκε στα επίθ. που σημαίνουν… … Dictionary of Greek
πηρώδης — ες, Α [πηρός] ακρωτηριασμένος, ανάπηρος … Dictionary of Greek